Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ – ο κόσμος που παίρνει τις αποφάσεις σε επίπεδο εθνικό και Ευρωζώνης – έχουν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Διαχειρίστηκαν την ευρωπαϊκή κρίση με λάθος τρόπο οδηγώντας στην εμβάθυνσή της και προδίδοντας όλες εκείνες τις περήφανες υποσχέσεις για ενότητα και ευημερία που συνόδευσαν τη δημιουργία του ευρώ. Η νομισματική ένωση μπορεί να επιβιώσει αλλά για εκατομμύρια ανθρώπων το ευρώ ήδη έχει αποτύχει να φέρει την ανάπτυξη και να εγγυηθεί τη σταθερότητα. Πώς έγινε αυτό;
Οι οικονομίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας γονατίζουν υπό την πίεση της δημοσιονομικής λιτότητας – με περικοπές δαπανών και αύξηση φόρων όσο πάει το μάτι μας… Αυτό το μείγμα πολιτικής θα επιβραδύνει την ανάπτυξή τους αλλά και την ανάπτυξη της υπόλοιπης Ευρώπης.
Κι αυτό είναι μόνο τμήμα του προβλήματος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με την υπερχρέωση που οδήγησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν αυτές τις πολιτικές. Υπάρχουν ισχυρές αναλογίες με ό,τι έγινε στην Αμερική τα τελευταία χρόνια: τα νοικοκυριά εκεί υπερχρεώθηκαν, χρεοκόπησαν κι έτσι η κατανάλωση μειώθηκε και η ανάκαμψη ακόμα παραμένει ζητούμενο. Η προσαρμογή θα είναι ακόμα πιο οδυνηρή στην Ευρώπη επειδή μια κρίση δημόσιου χρέους έχει υφεσιακές επιπτώσεις στους πάντες – καταναλωτές, επενδυτές και το δημόσιο τομέα.
Υπάρχει ένας απλός τρόπος να αντιμετωπίσεις την υπερχρέωση: μειώνεις τις πληρωμές αναδιαρθρώνοντας το χρέος σου. Πολλές εταιρείες διαπραγματεύονται τους όρους χρηματοδότησης με τους πιστωτές τους – κατά κανόνα επιμηκύνοντας τη διάρκεια των υποχρεώσεών τους, πράγμα που τους επιτρέπει να χρηματοδοτήσουν νέα και πιο αποδοτικά σχέδια. Αν μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να επιτευχθεί σε εθελοντική βάση, οι εταιρείες χρησιμοποιούν τα ανάλογα άρθρα του πτωχευτικού κώδικα όπου η αναδιάρθρωση του παθητικού τους γίνεται με την εποπτεία και την έγκριση ενός δικαστηρίου. Θα πίστευε κανείς ότι αυτό που ισχύει για τα νοικοκυριά ισχύει και για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αλλά η αναδιάρθρωση χρέους της Ελλάδας ήταν πολύ μικρή και ήρθε πολύ αργά. Γιατί;
Και στις δύο περιπτώσεις το βασικό επιχείρημα για τον μη περιορισμό του χρέους προέρχονταν από τους τραπεζίτες που ισχυρίζονταν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σοβαρές αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δύο λόγους. Πρώτον, οι τράπεζες ήταν οι κύριοι πιστωτές και οι μεγάλες ζημιές που θα αντιμετώπιζαν από μια αναδιάρθρωση θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα ντόμινο, με κύματα απαισιοδοξίας που θα αύξαναν τα επιτόκια και θα επιβάρυναν τις προοπτικές των άλλων δανειοληπτών. Δεύτερον, οι τράπεζες θα μπορούσαν να καταγράψουν ζημιές επειδή είχαν πουλήσει και ασφαλιστικά συμβόλαια για τον κρατικό πιστωτικό κίνδυνο με τη μορφή των CDS. Αν αυτά τα CDS ενεργοποιούνταν, οι τράπεζες απειλούνταν με περαιτέρω εν δυνάμει συντριπτικές ζημιές.
Στην περίπτωση της Ελλάδας οι διεθνείς τραπεζίτες υποστήριξαν για πολύ καιρό και με υπερβολική επιμονή ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα προκαλούσε μόλυνση στα άλλα κράτη της Ευρωζώνης – και ίσως πέρα απ’ αυτήν. Και όμως στο τέλος η Ελλάδα δεν είχε καμία επιλογή από το να αναδιαρθρώσει το χρέος της μειώνοντας την αξία των απαιτήσεων των ιδιωτών κατά 75% – χωρίς όμως κι αυτό να φτάνει για να το κάνει βιώσιμο. Αυτό κρίθηκε ως πιστωτικό γεγονός, επομένως ενεργοποιήθηκαν τα CDS και όποιος πούλησε ασφάλεια υποχρεώθηκε να την πληρώσει.
Σαρώθηκαν οι αγορές; Όχι. Καμία τράπεζα δεν κατέρρευσε και δεν υπάρχει κανένα σημάδι ενός πτωτικού ντόμινο. Αλλά αυτό δεν έγινε επειδή οι τράπεζες πήραν το χρόνο να προετοιμαστούν μέσα από την άντληση νέων κεφαλαίων. Αντίθετα σε σύγκριση με τις πιθανές μελλοντικές ζημιές τους, οι ευρωπαϊκές τράπεζες άντλησαν σχετικά λίγα κεφάλαια τον τελευταίο καιρό – και το μεγαλύτερο μέρος τους μέσα από τη λεγόμενη δημιουργική λογιστική.
Ίσως ο κίνδυνος η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους να προκαλέσει την κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος να ήταν πάντα πολύ - πολύ μικρός και η ηρεμία στις αγορές να ήταν αναμενόμενη. Αλλά τότε γιατί έγινε τόση φασαρία;
Η απάντηση θα έπρεπε να μας είναι πλέον ξεκάθαρη: πολιτική που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων και κοσμοθεωρία των πολιτικών ελίτ. Μπορεί ο κίνδυνος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα να ήταν απειροελάχιστος, όμως οι επιπτώσεις της ελληνικής αναδιάρθρωσης στις τράπεζες και τους ομολογιούχους ήταν σημαντικές. Θα έχαναν κάποια δις ευρώ και κάποιοι εργαζόμενοι στον κλάδο θα έχαναν τις δουλειές τους. Δεν πρέπει να μας κάνει έκπληξη ότι οι κορυφαίοι τραπεζίτες πίεσαν με όλους τους τρόπους ώστε να μη γίνει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, και πίσω από κλειστές πόρτες και δημόσια.
Για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής που αποτελεί το συνδικαλιστικό, θα λέγαμε, όργανο των μεγάλων τραπεζών, υποστηρίζει μονίμως: σώστε μας ή διαφορετικά αντιμετωπίστε τις συνέπειες. Αλλά η αφήγησή τους για την κρίση είναι τόσο σημαντική όσο η πολιτική τους ισχύς που αυξήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια – στο βαθμό που όλες οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες στην Αμερική και την Ευρώπη νοιάζονται για τις τύχες των τραπεζών, ακόμα κι όταν δεν έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία.
Ακόμα και σήμερα ένα μεγάλο μέρος των ζημιών που έπρεπε να πάρουν οι τραπεζίτες μεταφέρεται στον επίσημο τομέα μέσα από διάφορες μορφές άμεσης στήριξης των τραπεζών και τα έκτακτα και επικίνδυνα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η έκταση των επιχορηγήσεων προς τον τραπεζικό τομέα είναι εκπληκτική και με τις σημερινές πολιτικές θα αυξηθεί κι άλλο με τον καιρό – υποστηρίζοντας πρωτίστως τον τρόπο ζωής του 1% του κόσμου που βρίσκεται στην κορυφή των πολύ πλούσιων κρατών.
Η ελληνική χρεοκοπία αποδείχτηκε ότι ήταν το σκυλί που γάβγιζε αλλά δεν δάγκωνε. Το δίδαγμα για την Ευρώπη αλλά και για την Αμερική είναι σαφές: είναι καιρός να πάψουμε να ακούμε αυτά που λένε οι τράπεζες και να αρχίσουμε να εστιάζουμε στο τι θα κάνουμε. Πρέπει να επανεκτιμήσουμε τη στρεβλή πολιτική οικονομία του χρηματοπιστωτικού κλάδου πριν η υπερβολική ισχύς των λίγων επιβάλλει ακόμα μεγαλύτερα κόστη σε όλους τους άλλους.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου